λύζω

λύζω
λύζω (Α)
1. έχω λόξυγγα («οὔτε λύζων ἄνθρωπος, οὔτε χρεμπτόμενος», Λιβάν.)
2. εκβάλλω από φόβο ή από το κρύο τραχιά και σπασμωδική φωνή που μοιάζει με λυγμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λύζω με τον τ. λύγξ (II) (πρβλ. ἰύζω: ἴυγξ, βήσσω: βήξ) βρίσκονται σε μια σχέση που είναι δύσκολο να καθοριστεί αν το ρ. έχει παραχθεί από το όν. ή αν το όν. από το ρ. με υποχωρητ. σχηματισμό. Ο τ. λύζω (< *λύγγj-ω) ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα -*slug- τής ΙΕ ρίζας *sleūg- «καταπίνω» και συνδέεται με διαφόρους κελτ. και γερμ. τ.: αρχ. ιρλδ. slucim, ιρλδ. sloigim και γαλατ. llynku με τη σημ. «καταπίνω», μέσ. γερμ. slūken, μέσ. άνω γερμ. slūchen και ένα ουσ. slūch «λάρυγξ», αρχ. άνω γερμ. slūcken «καταβροχθίζω, καταπίνω, κραυγάζω». Στις σλαβικές γλώσσες, όπως και στην Ελληνική, εμφανίζεται το θέμα χωρίς το αρκτικό s-: ρωσ. lŷkati και δυτ. ρωσ. lkac «καταπίνω».
ΠΑΡ. λυγμός, λυγξ (II).
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αρχ. αναλύζω, επιλύζω, υπολύζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λύζω — to have the hiccup pres subj act 1st sg λύζω to have the hiccup pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυζόντων — λύζω to have the hiccup pres part act masc/neut gen pl λύζω to have the hiccup pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λύζει — λύζω to have the hiccup pres ind mp 2nd sg λύζω to have the hiccup pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λύζοντα — λύζω to have the hiccup pres part act neut nom/voc/acc pl λύζω to have the hiccup pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λύζου — λύζω to have the hiccup pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) λύζω to have the hiccup imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λύζουσι — λύζω to have the hiccup pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) λύζω to have the hiccup pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λύζουσιν — λύζω to have the hiccup pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) λύζω to have the hiccup pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λύγξαντες — λύζω to have the hiccup aor part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λύζειν — λύζω to have the hiccup pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λύζοντας — λύζω to have the hiccup pres part act masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”